Σύνθεση | : | – |
---|---|---|
Στίχοι | : | Γιάννης Ρίτσος |
Απαγγελία | : | Κάκια Παναγιώτου |
Δίσκος | : | ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ |
Κυκλοφορία | : | 1974 |
Στίχοι
Στήθια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθέ τους κόπαζε κι η πίκρα μου κι ο αγώνας,
μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ' τα μπαλκόνια,
κι εγώ, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα.
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κι ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;
Πουρνό-πουρνό μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούστης
πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.
Κοίταες μην έφεξε συχνά-πυκνά απ' το παραθύρι
και βιάζοσουν σα να 'τανε να πας σε πανηγύρι.
Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι
κι ήσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.
Κι εγώ η φτωχιά κι η ανέμελη κι εγώ η τρελή κι η σκύλα,
σου 'ψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα
μια-μια τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θώρι
κι αγάλλομουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη.
Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ουδ' έτρεξα ξοπίσω
τα στήθια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.
Κι έφτασ' αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα
κι ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.
Πληροφορίες
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου