Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Ερωτόκριτος: Μέρος Α΄

Σύνθεση:παραδοσιακό
Στίχοι:Βιτσέντζος Κορνάρος
Ερμηνεία:Ποιητής: Μάνος Κατράκης
Αρετούσα: Βέρα Ζαβιτσιάνου
Ερωτόκριτος: Κώστας Καρράς
Δίσκος:Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Κυκλοφορία:1964

Στίχοι

Α΄ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΡΕΤΟΥΣΑΣ

Γ 359 Ο νους μου τα βουνά κρατεί και μες στα δάση μπαίνει,
Γ 360 κι όντε πετά στον ουρανό, στα βάθη κατεβαίνει.
Α 1615 Μαγάρι τούτα στην αρχή να τα 'θελα κατέχει,
Α 1616 πως η αγάπη βάσανα κι ο πόθος πρίκες έχει.
Α 1619 Μα πιάστηκα σαν το πουλί, μπλιο δεν μπορώ να φύγω,
Α 1620 κι ως κι εδεπά που σου μιλώ εκοινονά ξανοίγω.
Γ 1211 Θωρείς κι ο πόνος είν' πολύς κι η παιδωμή 'ναι τόση
Γ 1212 που μου σκοτείνιασε το νου και μπλιο δεν έχω γνώση.

Γ 331 Με τον καιρόν τως πορπατού τα πράματα και πάσι,
Γ 332 του έρωτα η δύναμη μόνο τα μεταλλάσσει.
Γ 1277 Μα όλα για μένα σφάλασιν και πάσιν άνω κάτω,
Γ 1278 για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω.

ΠΟΙΗΤΗΣ

Α 1 Του κύκλου τα γυρίσματα π' ανεβοκατεβαίνου,
Α 2 και του τροχού, π' ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου
Α 3 με του καιρού τ' αλλάματα, π' αναπαημό δεν έχου,
Α 4 μα στο καλό κι εις το κακό περιπατούν και τρέχου
Α 5 και των αρμάτω οι ταραχές, όχθριτες και τα βάρη,
Α 6 του έρωτα οι μπόρεσες και τση φιλιάς η χάρη,
Α 7 αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
Α 8 ν' αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα
Α 9 'ς μιαν κόρη κι έναν άγγουρο, που μπερδευτήκα ομάδι
Α 10 σε μια φιλιάν αμάλαγη με δίχως ασκημάδι.

Α 61 Και τ' όνομά τζη το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα,
Α 62 οι ομορφιές τς ήταν πολλές, τα κάλλη τς ήταν πλούσα·
Α 63 χαριτωμένο θηλυκό την ήκαμεν η φύση,
Α 64 κι ίσα τζη δεν ευρίσκετο σ' Ανατολή και Δύση.

Α 81 Και τ' όνομα του νιούτσικου Ρωτόκριτο το λέγα,
Α 82 ήτονε τς αρετής πηγή και τς αρχοντιάς η φλέγα,
Α 83 κι όλες τσι χάρες, που ουρανός και τ' άστρη εγεννήσα,
Α 84 μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσα.

Α 389 Κι όντεν η νύχτα η δροσερή κάθ' άθρωπο αναπεύγη
Α 390 και κάθε ζο να κοιμηθή τόπο να βρη γυρεύγη
Α 391 ήπαιρνε το λαγούτον του κι εσιγανοπορπάτει,
Α 392 κι εκτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο παλάτι.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Α 329 Εμέ κιανείς δε μου 'φταιξε, μηδέ παραπονούμαι
Α 330 τινός αλλού στα βάσανα κι εις τσι καημούς οπού 'μαι.
Α 331 Μια κάποια λίγη πεθυμιά εσήκωσε το νου μου
Α 332 και δυο φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου·
Α 333 τούτες στον ουρανό πετού, την πεθυμιά μου πάσι,
Α 334 κι ωσά σιμώσου τση φωτιάς, τσι καίει εκείν' η βράση,
Α 335 και πάραυτας γκρεμνίζομαι, απείς φτερά δεν έχω,
Α 336 γιατί ήφηκα τα χαμηλά και τα ψηλά ξετρέχω·
Α 337 και πάλι εκείνη η πεθυμιά δε θέλει να μου λείψη
Α 338 πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Α 647 Νένα μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα
Α 648 και τα τραγούδια κι οι σκοποί αξάφνου μ' επλανέσα,
Α 649 και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω,
Α 650 ποιος είν' αυτός που τραγουδεί, κι έγνοια μεγάλην έχω·
Α 657 γιατί από τα τραγούδια ντου κι εκ τς αντρειάς τη χάρη,
Α 658 αυτός θε να 'ν' απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι.
Α 875 Τα λόγια του τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω,
Α 876 γραμμένα τα 'χω, και συχνιά κλαίοντας τα διαβάζω,
Α 877 κι αλλού ποθές δεν τα 'κουσα, μήδ' είδα τα γραμμένα,
Α 878 κατέχω το, γνωρίζω το, πως ήσανε για μένα.

ΠΟΙΗΤΗΣ

Α 887 Απ' ό,τι κάλλη έχει άθρωπος, τα λόγια 'χουν τη χάρη
Α 888 να κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρη
Α 889 κι όπου κατέχει να μιλή με γνώση και με τρόπο,
Α 890 κάνει και κλαίσι και γελού τα μάτια των αθρώπω.

Α 883 Τρεις μήνες μ' έτοια δούλεψη, μ' έτοια αρχοντιά και τάξη,
Α 884 ποια να 'χε στέκει δυνατή να μην τηνε πατάξει;
Α 2187 Όποιοι αγαπούσι γκαρδιακά, παρηγοριά μεγάλη
Α 2188 παίρνου να βλέπου γεις τ' αλλού των αμματιώ τα κάλλη,
Α 2189 χαίρουντ' αναγαλλιούσινε με τη θωριάν εκείνη,
Α 2190 κι α θέλου να στραφούν κι αλλού, η αγάπη δεν τς αφήνει.

Α 2155 Εδέτσι επέρναν ο καιρός, τα μάτια 'σανε μόνο
Α 2156 που μολογούσαν τση καρδιάς τα πάθη και τον πόνο.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Α 1077 Τα μάτια δεν καλοθωρού στο μάκρεμα του τόπου,
Α 1078 μα πλια μακρά και πλια καλά θωρεί η καρδιά τ' αθρώπου.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Α 1079 Εκείνη βλέπει στα μακρά και στα κοντά γνωρίζει
Α 1080 κι εις έναν τόπο βρίσκεται κι εισέ πολλούς γυρίζει.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Α 1081 Τα μάτια να 'ναι κι ανοικτά, τη νύκτα δε θωρούσι,
Α 1082 μέρα και νύκτα τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Α 1083 Χίλια μάτια 'χει ο λογισμός, μερού νυκτού βιγλίζου,
Α 1084 χίλια η καρδιά και πλιότερα, κι ουδέ ποτέ σφαλίζου.

ΠΟΙΗΤΗΣ

Β 1 Μέσα σε τούτον τον καιρό ήρθεν εκείνη η ώρα
Β 2 να μαζωκτούν οι στρατηγοί, ν' αναγαλλιάσ' η χώρα,
Β 3 να κονταροκτυπήσουσι, τα δώρα να κερδέσου,
Β 4 να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού όσοι πέσου.
Β 5 Εκάτεχ' ο Ρωτόκριτος κείνο που διαλαλήθη
Β 6 κι εισέ μεγάλη πεθυμιά παρ' άλλον εκινήθη.

Β 117 Ήρθεν ο Ρήγας κι ήκατσεν απάνω στο πατάρι,
Β 118 κι όρισε τότες το ζιμιό να βγουν οι καβαλάροι.
Β 119 Εκεί 'τονε κι η Ρήγισσα, εκεί κι η θυγατέρα,
Β 120 πάντα τη Νένα σπλαχνικά εκράτειε από τη χέρα.
Β 127 Εκράτειε πάλι η Ρήγισσα αθό περιπλεμένο,
Β 128 που φαίνετό σου 'κ το δεντρό τον είχασι κομμένο·
Β 135 τούτος αθός ευρίσκετο 'ς τση Ρήγισσας τη χέρα,
Β 136 ογιά να τονε δώση 'νούς εκείνην την ημέρα.

Β 143 Ο πρώτος οπού μ' αφεντιές ήρθεν την ώρα κείνη,
Β 144 ήτονε τ' αφεντόπουλο από τη Μυτιλήνη.
Β 215 Με σπούδα και με βια πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
Β 216 Ο αφέντης της Μακεδονιάς τ' όμορφο παλληκάρι.
Β 201 Με φορεσά ολοπράσινη μ' αϊτούς χρυσούς στη μέση
Β 202 ήρθεν και τ' αρχοντόπουλο που Ηράκλη τόνε λέσι.
Β 165 Ήτον του Ρήγα τ' Αναπλιού ο γιος ο κανακάρης,
Β 166 ωσάν αϊτός επέτετο στ' άλογο καβαλάρης.
Β 497 Κι ήτονε το ρηγόπουλο τση Κύπρος ο πετρίτης
Β 498 κι ήλαμπε ως λάμπ' αυγερινός κι ως φέγγει αποσπερίτης.

Β 517 Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος,
Β 518 στο ύστερ' ο Ρωτόκριτος ήσωσεν ασπροφόρος.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Β 1319 Φροσύνη, ποιος σου φαίνεται να 'ν' κάλλιο παλληκάρι
Β 1320 στο σείσμα κι εις το λύγισμα κι εις της αντρειάς τη χάρη;

Β 1347 Λιοντάρι στην παλληκαριά, χρυσός αϊτός στο διώμα,
Β 1348 πολλά σκλαβώνει τσι καρδιές το ζαχαρένιο στόμα.
Β 1349 Οι κόρδες του λαγούτου ντου πουλιά 'ν' και κιλαηδούσι
Β 1350 και γιαίνου τα τραγούδια ντου άρρωστο να τ' ακούση.

ΠΟΙΗΤΗΣ

Β 1715 Σε έναν καιρό κινήσασι τα όμορφα παλληκάρια,
Β 1716 και σφίγγου στη μασκάλην των τα δυνατά κοντάρια.
Β 1903 Σαν αγριεμένα νέφαλα που σμίξουν και σφικτούσι,
Β 1904 και στράψουσι, και τη βροντή πλια δυνατά κτυπούσι,
Β 1905 και γροικηθή σεισμός στη γης, στη μάνιταν εκείνη,
Β 1906 έτσι στο συναπάντημα των αντρειωμένω γίνη·
Β 1907 εβρόντηξεν ο ουρανός, σούνται τση γης τα βάθη,
Β 1908 κι ήτο μια βρύση εκεί κοντά και το νερό θολάθη.

Β 2415 Τότες η σάλπιγγα ζιμιό πολλή βαβούρα δίδει,
Β 2416 σημάδι πως εσκόλασε της γιόστρας το παιγνίδι.
Β 2189 Στέκουσι κι ανιμένουσι με πεθυμιά μεγάλη,
Β 2190 σαν ίντ' απόφαση να πη του Ρήγα το κεφάλι.

Β 2423 Τα βούκινα ξαναφυσούν, οι σάλπιγγες επαίξα
Β 2424 κι απ' όλους το Ρωτόκριτο στο νίκος εδιαλέξα.
Β 2425 Επή' ομπρός εις του Ρηγός, πεζεύγει, γονατίζει,
Β 2426 και τη χρυσήν του κεφαλή με τζόγια τη στολίζει.
Β 2427 Τη τζόγια εκείνη πιάνοντας η Αρετή στη χέρα
Β 2428 στολίζει τον πολυαγαπά εκείνην την ημέρα.

Γ 519 Και τίς μπορεί τα κάρβουνα, ως άφτου, να τα σβήση,
Γ 520 παρά να πιάση κρύο νερό απάνω ντως να χύση;
Α 1037 Κι ίντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μια καρδιά που ορίζει;
Α 1038 Σαν τη νικήση ουδέ καλό ουδέ πρεπό γνωρίζει.
Α 1045 Και ποιος μπορεί ν' αντισταθή την ώρα που θελήση
Α 1046 ν' αρματωθή με πονηριές να μασε πολεμήση;

Γ 565 Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός να μιληθούν τα πάθη
Γ 566 κι ο γεις τ' αλλού ντως τα κουρφά ν' ακούση και να μάθη.
Γ 413 Κι έτοιας λογής εγνώσασι, κι οι δυο έτσι το γροικήσα,
Γ 414 που βρήκαν άδεια και καιρό, ομάδι κι εμιλήσα.

Γ 579 Εσίμωσ' ο Ρωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει,
Γ 580 κι αγαλινά και σιγανά ποιος είναι φανερώνει.
Γ 585 Ήτρεμ' εκείνη 'ς μια μερά, κι εκείνος εις την άλλη,
Γ 586 κι ο γεις τον άλλο ανίμενε την εμιλιά να βγάλη.
Γ 599 Και θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δε μπορούσι,
Γ 600 το στόμα ντως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Γ 607 Ίντα αφορμή ξεκίνησε την όρεξή σου 'ς τούτα,
Γ 608 από την πρώτη π' άρχισες τραγούδια και λαγούτα;
Γ 609 Κι εις ίντα στράτα πορπατείς κι ίντα 'ναι τα γυρεύγεις,
Γ 610 κι ίντα 'χεις μετά λόγου μου και θες να με παιδεύγης;

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Β 531 Τη λαμπιράδα τση φωτιάς ορέκτηκα κι εθώρου,
Β 532 κι εσίμωσα κι εκάηκα, να φύγω δεν εμπόρου.
Β 257 Όσο σιμώνω στη φωτιά και βράζει και κεντά με,
Β 258 τόσο και ξανανιώνει με, γιατρεύγει και φελά με.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Γ 225 Αρχή 'τονε πολλά μικρή κι αψήφιστη την πρώτη,
Γ 226 κι ούδ' ήλπιζα να σκλαβωθή έτοιας λογής η νιότη.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Α 1197 Ο Έρωτας ανυφαντής με πονηριάν εγίνη,
Α 1198 αράχνην ήστεσε ψιλή, κι επιάστηκα σ' εκείνη.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Α 1653 Ο Έρωτας στέκει ανάδια μου και τ' άρματα μού δείχνει,
Α 1654 βαστά φωτιά κι αναλαμπή κι απάνω μου τη ρίχνει.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Α 269 Οι λογισμοί 'ναι σαϊτιές, καρδιά μου 'ν' το σημάδι,
Α 270 και μάχουνται, και ποιος μπορεί να τα συβάση ομάδι;

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Β 315 Στη γέμωση του φεγγαριού άλλο δεντρό δεν πιάνει,
Β 316 μόνο τς αγάπης το δεντρό, που πάντα ρίζες κάνει.

ΠΟΙΗΤΗΣ

Γ 663 Νύκτες πολλές τσι πόνους τως στο παραθύρι λέσι,
Γ 664 κι ώρες γελούν, όντε μιλούν, κι ώρες σωπώντας κλαίσι.
Γ 665 Είχαν τη νύκτα λαμπιρή, τη μέρα 'χα σκοτίδι,
Γ 666 το παραθύρι μοναχάς παρηγοριά τως δίδει.
Γ 667 Οληνυκτίς, όπου μιλούν τσι πόνους έναν ένα,
Γ 669 τως φαίνεται και τς ουρανούς ενοίγασι κι έμπαινα,
Γ 669 και την ημέρα, που το φως τα θέλου δυσκολεύγει,
Γ 670 τως φαίνεται κι ο θάνατος κι ο Χάρος τσι γυρεύγει.

Γ 679 Μια νύκτα ο Ρωτόκριτος θέλει να ξεδειλιάση,
Γ 680 κι εζήτηξε της Αρετής το χέριν της να πιάση.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Γ 683 Σε χέρι γή σε μάγουλο ποτέ δε θες μ' αγγιξει,
Γ 684 ώστε να φέρουν οι καιροί γλυκύς καιρός ν' ανοίξη
Γ 685 να το θελήση η μοίρα μου κι ο κύρης να τ' ορίση,
Γ 686 αλλιώς ποτέ δεν το θωρείς, ο κόσμος κι α βούληση.

Γ 687 Σώνει σε τούτο μοναχάς, λέω σου να κατέχης
Γ 688 εσύ θε να 'σαι ο άντρας μου κι έγνοια κιαμιά μην έχης.
Γ 691 Κι ο κύρης σου την προξενειά κάμε να τη μιλήση
Γ 692 του Ρήγα, και με τον καιρόν ολπίζω να νικήση.

ΠΟΙΗΤΗΣ

Γ 701 Έτοιας λογής η πεθυμιά κι ο πόθος τσι πειράζει,
Γ 702 που τ' άσπρο μαύρο λέσινε, το δροσερό πως βράζει.
Γ 703 Δε γνώθουσιν τη διαφορά, οπού 'ναι πλια παρ' άλλη,
Γ 704 από 'να δουλευτή μικρό σε μιαν κερά μεγάλη,
Γ 705 μα λογαριάζουν προξενειά του Ρήγα να μηνύσου,
Γ 706 να πα να ξάψουν τη φωτιά, που πάσκουσι να σβήσου.

Γ 719 Εβάλθη κι ο Ρωτόκριτος, κι ο πόθος τόνε βιάζει,
Γ 720 και του κυρού ντου να το πη γοργό γοργό λογιάζει.

Γ 891 Εκείν' η μέρα πέρασε κι η άλλη ξημερώνει,
Γ 892 κι ο κύρης του Ρωτόκριτου γλυκαίνει και μερωνει,
Γ 893 δε θέλει μπλιο να καρτερή και να 'χη ο γιος του κρίση
Γ 894 κι εβάλθηκεν την προξενειάν ετούτη να μιλήση.
Γ 895 Επήεν εις του Βασιλιού να τονε δοκιμάση,
Γ 896 κι ελόγιασεν από μακρά με ξόμπλια να τον πιάση.
Γ 919 Μα ως ενεχάσκισε να πη την προξενειά του γάμου,
Γ 920 του λέει ο Ρήγας: «Πήγαινε και φύγε από κοντά μου!
Γ 921 Πώς εβουλήθης κι είπες το, λωλέ μισαφορμάρη,
Γ 922 γυναίκαν του ο Ρώκριτος την Αρετή να πάρη;
Γ 927 Τέσσερεις μέρες κι όχι πλια του δίδω να μισέψη
Γ 928 κι εις άλλους τόπους να διαβή και μπλιο του να μη στρέψη,
Γ 929 να μην πατήση, ώστε να ζω, στα μέρη τα δικά μου,
Γ 930 αλλιώς του δίδω θάνατο για χάρισμα του γάμου.»

Γ 937 Με φόβον ο Πεζόστρατος μισεύγει εκ το παλάτι,
Γ 938 κι ετρέμασιν τα γόνατα στα ζάλα που πορπάτει,
Γ 941 και με τρομάρα κι εντροπή στο σπίτιν του γιαγέρνει
Γ 942 και το μαντάτο το πρικύ εις τον υγιόν του φέρνει.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Γ 995 Η μάνιτα του Βασιλιού είναι δίχως θεμέλιο,
Γ 996 με τον καιρό σκολάζεται, το κλάιμα φέρνει γέλιο.
Γ 997 Κύρη μου μην πρικαίνεσαι, και πάω να μακρύνω,
Γ 998 για να σκολάση ο Βασιλιάς το λογισμόν εκείνο,
Γ 999 και κατά πως θες δεις και συ την όχθριτα του Ρήγα
Γ 1000 πορεύγου, κι οι ολπίδες μου ακόμη δεν εφύγα.
Γ 1001 Κι άσ' τονε πούρι τον καιρό κι ας πορπατή κι ας πηαίνη,
Γ 1002 κι αν εκακούργησ' η πληγή, καλός γιατρός τη γιαίνει.

ΑΡΕΤΟΥΣΑ

Γ 1127 Το γράμμα μέσα στην καρδιά είναι δίχως μελάνι
Γ 1128 και δεν μπορεί μπλιο να λιωθή παρά σαν αποθάνη,
Γ 1129 κι απόψε ν' αρραβωνιαστώ βούλομαι μετά κείνο,
Γ 1130 να 'ν' άντρας μου και ταίρι μου κι άλλης δεν τον αφήνω,
Γ 1135 γιατ' ήταξα του Ρώκριτου σύντροφο να τον κάμω,
Γ 1136 και χίλιοι χρόνοι ανέ διαβού, μ' άλλο δεν κάνω γάμο,
Γ 1136 κι ας είν' κι αλάργα από δεπά, κι ας είναι κι εις τα ξένα,
Γ 1128 εγώ να 'μαι για λόγου ντου κι εκείνος ογιά μένα.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Γ 1523 Αφέντρα και καλή κερά, τς ώρες θωρώ σιμώνου,
Γ 1524 και φαίνεταί μου κι ο ουρανός και τ' άστρη με πλακώνου,
Γ 1525 τα μέλη μου ψυχομαχού, η δύναμή μου χάθη,
Γ 1526 και πλιότερα πρικαίνομαι για τα δικά σου πάθη.
Γ 1533 Παρακαλώ σε, μάτια μου, καλά να το λογιάσης
Γ 1534 ποια στράτα μέλλει να κρατής, ποια απόφαση να πιάσης.

Πληροφορίες

Τους στίχους έχει επιμεληθεί ο Παναγιώτης Μουλλάς και υπάρχουν στο ένθετο του δίσκου. Εδώ έχω διατηρήσει την ορθογραφία, αλλά έχω εφαρμόσει το μονοτονικό.

Η αρίθμηση δείχνει ποιοι στίχοι του ποιήματος έχουν μελοποιηθεί, γνωρίζοντας ότι ο «Ερωτόκριτος» είναι χωρισμένος σε πέντε μέρη, Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, και ότι οι στίχοι κάθε μέρους έχουν αυτόνομη αρίθμηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου