| Σύνθεση | : | παραδοσιακό | 
|---|---|---|
| Στίχοι | : | Βιτσέντζος Κορνάρος | 
| Ερμηνεία | : | Ποιητής: Μάνος Κατράκης Αρετούσα: Βέρα Ζαβιτσιάνου Ερωτόκριτος: Κώστας Καρράς  | 
| Δίσκος | : | Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ | 
| Κυκλοφορία | : | 1964 | 
Στίχοι
Β΄ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΡΕΤΟΥΣΑΣ
Δ 631 Όλα πετάξαν σαν πουλιά, εφύγαν κι εμισέψα,
    Δ 632 και ξάφνου μες στη φυλακή τη σκοτεινή μ' επέψα·
    Δ 633 κι εκείν' η βρύση π' όλπιζα να πιω, να με δροσίση,
    Δ 634 εγίνη ποταμός θολός, και πια δεν είναι βρύση,
    Δ 635 κι έχει νερά φαρμακερά, κύματα του θανάτου,
    Δ 636 βράζου και δε δροσίζουνε σήμερο τα νερά του·
    Δ 637 κι η λάμψη εκείνη που 'φεγγε, τώρα με σκοτεινιάζει,
    Δ 638 κι αέρας που μ' εδρόσιζε, τώρα κεντά και βράζει.
Δ 639 Σαν ποιαν ολπίδα να 'χω πια; κι όλες θωρώ μου φύγα,
    Δ 640 και σαν καπνοί σκορπίσασι, στον άνεμον επήγα.
    Ε 91 Μακρά από δω 'χω τσι χαρές, και ποιος να μου τσι φέρη;
    Ε 92 Ό,τι κι αν έχω βρίσκεται στου Ρώκριτου το χέρι.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ε 1063 Ω, πόσο 'ναι βαρύ πολλά και δυνατό περίσσα,
    Ε 1064 και πώς κατέχου να το πουν εκείνοι π' αγαπήσα,
    Ε 1065 νά 'ρθη καιρός τση χωρισάς, πόσον καημόν αφήνει,
    Ε 1066 να το μιλήσου δε μπορού, κι η γνώση να το κρίνη.
Δ 717 Ω ριζικό ακατάστατο, αναπαημό δεν έχεις,
    Δ 718 μα επά κι εκεί σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις.
    Δ 719 Όντε στα ύψη μας πετάς, τα χαμηλά γυρεύγεις,
    Δ 720 κι όντε μας δείχνης το γλυκύ, τότε μας φαρμακεύγεις.
Α 1629 Παιγνίδι μασε φαίνεται να δούμε φουσκωμένη 
    Α 1630 από μακρά τη θάλασσα κι άγρια και θυμωμένη,
    Α 1631 με κύματα άσπρα και θολά βρυγιά ανεκατωμένα,
    Α 1632 και τα χαράκια οντέ κτυπού κι αφρίζουν ένα ένα.
Α 1637 Μα κείνοι που στα κύματα είναι και κιντυνεύγου,
    Α 1638 και να γλιτώσου απ' τη σκληριά ξετρέχου και γυρεύγου,
    Α 1639 αυτοί κατέχουσι να που κι απόκριση να δώσου,
    Α 1640 ίντα 'ν' ο φόβος του γιαλού, αν είναι και γλιτώσου.
    Α 359 Πάντα 'ναι στα ψηλά φωτιά, και τσι φτερούγες καίγει
    Α 360 κεινού που τ' ανημπόρετα και τ' άμοιαστα γυρεύγει.
Γ 1337 Πολλά πεθύμα η Αρετή η μέρα να βραδιάση
    Γ 1338 και νά 'ρθη η νύκτα να τσι βρη, το γάμο να συβάση.
    Γ 1339 Έτσι και του Ρωτόκριτου πληθαίνει η πεθυμιά ντου
    Γ 1340 να τση μιλήση να τση πη για τα ξορίσματά ντου,
    Γ 1341 μα τη βουλή της Αρετής ακόμη δεν κατέχει,
    Γ 1342 πολλά φοβάται και δειλιά κι έγνοια μεγάλην έχει.
Γ 1349 Εβράδιασεν, ενύκτιασε, λιγοψυχά η καρδιά ντως
    Γ 1350 στο παραθύρι να βρεθού, να πουν τα βάσανά ντως.
    Γ 1351 Ήφταξε το μεσάνυκτο, η ώρα π' ανιμένα,
    Γ 1352 στον τόπον ευρεθήκασι που πάσα νύκτα πηαίνα.
    Γ 1353 Μιαν ώρα κλάψασιν ομπρός δριμιά κι ελουκτουκήσα,
    Γ 1354 κι απόκεις μ' αναστεναγμούς τα πάθη ντως αρχίσα.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Γ 1355 Τα 'μαθες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα,
    Γ 1356 π' ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενιτειάς τη στράτα;
    Γ 1363 Και πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω
    Γ 1364 και πώς να ζήσω δίχως σου στον ξορισμόν εκείνο;
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
Γ 1411 Τα λόγια σου, Ρωτόκριτε, φαρμάκιν εβαστούσα,
    Γ 1412 κι ούδ' όλπιζα, ούδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσα.
    Γ 1437 Και πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Κι α θέλω, δε μ' αφήνει 
    Γ 1438 τούτη η καρδιά που εσύ 'βαλες 'ς τς αγάπης το καμίνι.
    Γ 1421 Και πώς μπορεί άλλο δεντρό, άλλοι βλαστοί κι άλλ' άθη
    Γ 1422 μέσα τζη μπλιο να ριζωθού, που το κλειδίν εχάθη;
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Γ 1393 Παρακαλώ, θυμού καλά ό,τι σου λέω τώρα,
    Γ 1394 και γλήγορα μισεύγω σου, μακραίνω από τη χώρα·
    Γ 1395 κι ας τάξω ο κακορίζικος πως δε σ' είδα ποτέ μου,
    Γ 1396 μα ένα κερίν αφτούμενο εκράτουν κι ήσβησέ μου.
    Γ 1397 Όπου κι αν πάω κι α βρεθώ κι ό,τι καιρόν κι α ζήσω,
    Γ 1398 τάσσω σου άλλη να μη δω μηδέ ν' αναντρανίσω.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
Γ 1423 Ζωγραφιστή σ' όλον το νου έχω τη στόρησή σου
    Γ 1424 και δε μπορώ άλλη μπλιο να δω παρά την εδική σου.
    Γ 1429 Εγώ όντε σ' εζωγράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
    Γ 1430 αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η ζωγραφιά μου.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Γ 1465 Και βγάνει εκ το δακτύλιν της όμορφο δακτυλίδι,
    Γ 1466 με δάκρυα κι αναστεναγμούς του Ρώκριτου το δίδει.
    Γ 1467 Λέει του: «Να και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,
    Γ 1468 σημάδι πως ώστε να ζω είσαι δικό μου ταίρι.».
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Γ 1399 Κάλλια 'χω σε με θάνατο, παρ' άλλη με ζωή μου,
    Γ 1409 για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
Γ 1233 Εγώ 'μαι νια και κοπελιά και πάλι δε φοβούμαι
    Γ 1234 και για θανάτους εκατό τον πόθο δεν αρνούμαι.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Γ 1519 Ήρθεν η νύκτα η ύστερη, ήρθεν εκείν' η ώρα,
    Γ 1520 που μέλλεται ο Ρωτόκριτος να βγη όξω από τη χώρα.
Γ 1557 Ήστραψεν η ανατολή κι εβρόντηξεν η δύση,
    Γ 1558 όντε τα χείλη ντου 'νοιξε για ν' αποχαιρετήση,
    Γ 1559 και το παλάτι σείστηκε 'κ τον πόνο που εγροίκα,
    Γ 1560 όντε τα χέρια πιάσασι κι αποχαιρετιστήκα.
    Γ 1563 Δεν έχου γλώσσα να το που, χείλη να το μιλήσου,
    Γ 1564 και μηδέ μάτια να το δου, κι αφτιά να το γροικήσου.
Γ 1571 Εμίσεψ' ο Ρωτόκριτος και βιάζει τον η ώρα
    Γ 1572 μ' έναν πρικύ αναστεναμό, που σείστηκεν η χώρα.
    Γ 1721 Τα βάσανά ντου τα πολλά στα δάση τα δηγάτο,
    Γ 1722 και το λαγκάδι και βουνί συχνά του πιλογάτο.
    Γ 1733 Και πάλι, όντεν εσώπαινε, με την καρδιάν εμίλειε,
    Γ 1734 κι ήσκυφτε με το λογισμό την Αρετήν κι εφίλειε.
Δ 195 Εκ το Βυζάντιο πέψασι μαντατοφόρους τότες
    Δ 196 και με χαρά πεζέψασι στου Βασιλιού τσι πόρτες,
    Δ 197 και προξενειά του φέρασι κι είπαν του να κατέχη,
    Δ 198 πως πεθυμιάν ο Ρήγας τως πολλά μεγάλην έχει
    Δ 199 συμπεθεριό να κάμουσι, τα τέκνα να παντρέψου,
    Δ 200 και θέλουσιν απιλογιά, γλήγορα να μισέψου.
Δ 241 Ο κύρης της κι η μάνα της το γάμον εμιλήσα,
    Δ 242 για να γενή η συμπεθεριά οπού τως εμηνύσα.
    Δ 243 Δίδου βουλή να κράξουσι ζιμιό την Αρετούσα,
    Δ 244 να φανερώσου, να τση που κείνα που πεθυμούσα.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
Δ 339 Κύρη μου, αν το μπορής εσύ και θέλης να το κάμω,
    Δ 340 και βάνη κι η μητέρα μου θέλημα σ' έτοιο γάμο,
    Δ 341 εγώ δε θέλω πει το ναι, καλλιά να ξεψυχήσω,
    Δ 342 παρά του κόσμου ρήγισσα κι εσάς τσι δυο ν' αφήσω.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Δ 521 Ο κύρης 'ς τούτα που μιλεί δε στέκει ν' αφουκράται,
    Δ 522 μπλιο δεν την τάσσει για παιδί, μπλιο δεν τηνε σπλαχνάται.
    Δ 523 Κλειδώνει την εις τη φλακή με την καημένη Νένα
    Δ 524 και λέει: «Αυτού πληρώσετε, τα 'χετε καμωμένα».
    Γ 1323 Μ' ας πορπατή έτσ' ο καιρός κι ο κύκλος θέλ' αλλάξει,
    Γ 1324 με τον καιρό όλα τα νικά η φρόνεψη κι η τάξη.
    Γ 1641 Κι αν πάη μακρά ο Ρωτόκριτος, πάλι γιαγείρει θέλει,
    Γ 1642 και το 'ναι σήμερο πρικύ, ταχιά 'ναι σαν το μέλι.
Δ 845 Οι τρεις χρόνοι περάσασι κι οι τέσσερεις εμπαίνα,
    Δ 846 που η Αρετή 'το στη φλακή κι ο Ρώκριτος στα ξένα.
    Δ 851 Φέρνουν οι χρόνοι κι οι καιροί που κατατάσσου λίγα,
    Δ 852 'ς μάχην επιάστη ο Βασιλιός με τση Βλαχιάς το ρήγα.
    Δ 859 Ο βασιλέας της Βλαχιάς δε στέκει ν' ανιμένη,
    Δ 860 λαόν εμάζωξε πολύ και στην Αθήνα πηαίνει.
Δ 871 Παν τα μαντάτα εδώ κι εκεί, παντόθες το μαθαίνου,
    Δ 872 πολλοί κινούν του ριζικού κι εις τα φουσάτα πηαίνου·
    Δ 873 γροικά το κι ο Ρωτόκριτος και στέκει και λογιάζει,
    Δ 874 η αγάπη πόχει τς Αρετής να πάη τονε βιάζει.
Δ 891 Ήτο μια γρα στην Έγριπο, αλλοτινή βυζάστρα,
    Δ 892 μάισα που κατέβαζε τον ουρανό με τ' άστρα.
    Δ 897 Ζητά και κάνει του νερό, το πρόσωπόν του πλύνει,
    Δ 898 μαυρίζει και μελαχρινός βαθιάς βαφής εγίνη.
    Δ 911 Σε λίγες μέρες ήσωσεν απόξω στην Αθήνα,
    Δ 912 κι ήστεκε και στοχάζετο τα δυο φουσάτα κείνα.
    Δ 917 Τη χώρα στρέφεται θωρεί και λουκτουκιά η καρδιά ντου,
    Δ 918 κατέχοντας πως βείσκεται μες στη φλακή η κερά ντου.
Δ 1103 Ο πόλεμος επλήθαινε με ταραχή μεγάλη,
    Δ 1104 κι ώρες ενίκα η μια μερά κι ώρες ενίκα η άλλη.
    Δ 1265 Ο Ρήγας βάνει λογισμό να πάψουν οι πολέμοι,
    Δ 1266 τα αίματα κι οι σκοτωμοί, που όλος ο κόσμος τρέμει,
    Δ 1267 και να γενή μια σύβαση πούρι και να θελήση
    Δ 1268 των Αθηναίω ο Βασιλιός ετούτο να γροικήση,
    Δ 1269 νά βρη ένα τον καλύτερον απ' όλο το φουσάτο,
    Δ 1270 ν' αρματωθή, ν' αρδινιαστή, νά 'ρθη στον κάμπο κάτω,
    Δ 1271 να πολεμήση με σπαθί, να τρέξη με κοντάρι
    Δ 1272 ομάδι με τον Άριστο, τ' αγένειο παλληκάρι.
Δ 1767 Ο Ρώκριτος ωσάν αϊτός από τη σέλα βγαίνει,
    Δ 1768 πεζέφνει και τον Άριστον ήστεκε κι ανιμένει.
    Δ 1843 Σφίγγουνται κι αγκαλιάζουνται, με τη ζερβή παλεύγου,
    Δ 1844 με τη δεξά για να βαρού τόπο ακριβό γυρεύγου.
Δ 1889 Ωσάν αθός και λούλουδο πόχει ομορφιά και κάλλη,
    Δ 1890 κι είναι στον κάμπο δροσερό με μυρωδιά μεγάλη,
    Δ 1891 κι έρθη τ' αλέτρι αλύπητα, βαθιά το ξεριζώση,
    Δ 1892 ψυγή ζιμιό και μαραθή κι η ομορφιά ντου λιώση,
    Δ 1897 έτσι ήτον κι εις τον Άριστο, όντεν η ψη ντου βγήκε,
    Δ 1898 με δίχως αίμα, άσπρο, χλωμό, ψυμένο τον αφήκε.
Ε 187 Λέει του: «Εσένα πρέπουσιν οι χώρες οπ' ορίζω,
    Ε 188 γιατί ζωή και λευτεριά από λόγο σου γνωρίζω.
    Ε 191 Κι αν έχω κι άλλο τίβοτσι στον κόσμο να σ' αρέση
    Ε 192 της ευγενειάς σου πρέπουσιν όλα να τα κερδέση.»
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Ε 195 Αφέντη μου, οι χώρες σου, τα πλούτη, οι αφεντιές σου,
    Ε 196 ως τς είχες πρώτα κι όριζες, ας είν' πάλι δικές σου.
    Ε 197 Εγώ από τούτα δε ζητώ, μια χάρη θέλω μόνο,
    Ε 198 κι ώστε να ζω και να μπορώ να σου τηνε πλερώνω.
    Ε 201 Κατέχω πως στη φυλακή βρίσκεται το παιδί σου,
    Ε 202 δεν την πονείς, δεν την ψηφάς, δεν την κρατείς δική σου.
    Ε 203 Ετούτο είναι που ζητώ, και κάμε μου τη χάρη,
    Ε 204 τση φλακιασμένης μήνυσε άντραν της να με πάρη.
    Ε 207 Για τούτην ήρθα από μακρά, γι' αγάπην τση 'πολέμου,
    Ε 208 για λόγου της ως κι οι εχθροί δειλιούν κι ακόμη τρέμου.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
Ε 1251 Κύρη και μάνα αν ήσφαλα εισέ καιρόν κιανένα,
    Ε 1252 κι α σας εκακοκάρδισα, δεν ήτον από μένα·
    Ε 1253 η αγάπη πόχω εδά σ' εσάς, και τον καιρόν εκείνο
    Ε 1254 με 'καμε και δεν ήθελα ποτέ να σας μακρύνω.
    Ε 1265 Μ' απείς κι ευρέθη άνθρωπος κι εγλίτωσεν εσένα,
    Ε 1266 τη χώρα κι όλο το λαό κι εκ τη σκλαβιάν εμένα,
    Ε 1273 και θέλει μετά λόγου σας να ζήση, ν' αποθάνη,
    Ε 1274 εθελημάτεψα κι εγώ, σε τούτο το στεφάνι.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Ε 1335 Εσύ, Μεγάλε Βασιλιέ, θρονί τση δικιοσύνης,
    Ε 1336 ίντα 'χες με του λόγου μου κι αλύπητος εγίνης;
    Ε 1337 Ίντα 'φταιξα, κι ίντα 'καμα, κι ίντα 'χες μετά μένα,
    Ε 1338 και με μεγάλην απονιά με ξόρισες στα ξένα;
    Ε 1357 Σε περαζόμενον καιρό στη χώρα σου κατοίκου,
    Ε 1358 κι ηρχόμου στο παλάτι σου, την εμιλιά σου γροίκου.
    Ε 1369 Ανάγνωρος εγίνηκα, μα τώρα να με δήτε,
    Ε 1370 ποιος είμαι να γνωρίσετε, κι αλλήλως να το πήτε.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ε 1371 Την ώραν όπου τα μιλεί κι οπού τ' αναθιβάνει,
    Ε 1372 πάντα 'χεν εις το πρόσωπο το μαγικό μελάνι,
    Ε 1379 μα σαν επιάσεν το νερό, το πρόσωπόν του πλύνει,
    Ε 1380 τ' απαρθινά φανέρωσε, κι ο Ρώκριτος εγίνει.
    Ε 1387 Φωνές μεγάλες στο λαό, χαρές εγροικηθήκα,
    Ε 1387 η χώρα όλη ενεγάλλιασσε, ποθές δεν είχαν πρίκα.
    Ε 1413 Ξένο τον ελογιάζανε και ξένο τον ελέγα,
    Ε 1414 και τούτος είν' ο Ρώκριτος, της αντρειάς η φλέγα.
Ε 1481 Κι οι μάνιτες επάψασι κι η όργιτα τελειώθη,
    Ε 1482 και το μαντάτο το πρικύ μ' άλλο γλυκύν ελιώθη.
    Ε 769 Εφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνει,
    Ε 770 σημάδια της ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
    Ε 771 Χορτάρια βγήκασι στη γης, τα δενδρουλάκια αθίσα,
    Ε 772 κι από τς αγκάλες τ' ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα.
Ε 1521 Τούτη η αγάπη η μπιστική με τη χαρά τελειώθη,
    Ε 1522 και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τώς εδόθη.
    Ε 1519 Για τούτο, οπού 'ναι φρόνιμος, μηδέ χαθή στα πάθη·
    Ε 1520 το ρόδο κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι.
Πληροφορίες
Τους στίχους έχει επιμεληθεί ο Παναγιώτης Μουλλάς και υπάρχουν στο ένθετο του δίσκου. Εδώ έχω διατηρήσει την ορθογραφία, αλλά έχω εφαρμόσει το μονοτονικό.
Η αρίθμηση δείχνει ποιοι στίχοι του ποιήματος έχουν μελοποιηθεί, γνωρίζοντας ότι ο «Ερωτόκριτος» είναι χωρισμένος σε πέντε μέρη, Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, και ότι οι στίχοι κάθε μέρους έχουν αυτόνομη αρίθμηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου