Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Το παραμύθι

Σύνθεση:παραδοσιακό
Στίχοι:Βιτσέντζος Κορνάρος
Ερμηνεία:Νίκος Ξυλούρης - Τάνια Τσανακλίδου
Δίσκος:ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Κυκλοφορία:1976

Στίχοι

881 Το μπήκεν ο Ρετόκριτος στη φυλακή κι αρχίζει
882 να τση μιλή και σπλαχνικά να την αναντρανίζη.
883 Λέει τση: "Το με 'ρώτηξες θα σου το πω και γροίκα
884 πού το βρηκα το χάρισμα στη φυλακή σ' αφήκα.

885 Είναι δυο μήνες σήμερο που 'λαχα κάποια δάση,
886 μες στη μεριά της Έγριπος κι εβγήκαν να με φάση
887 άγρια θεριά και μάλωσα κι εσκότωσα απ' εκείνα
888 κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πια απομείναν.

893 Δίψα μεγάλη γροίκησα στο πόλεμον εκείνο
894 γυρεύοντας να βρω δροσιά εσώθε σ' ένα πρίνο
895 και παρεμπρός εφάνη μου κουτσουναράκι χτύπα,
896 σιμώνω βρίσκω το νερό στου χαρακιού την τρύπα.
897 Ήπια το κι εδροσίστηκα και πέρασέ μου η δίψα,
898 μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότε δε μου λείψαν.

899 Έκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι
900 όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσματ' αρρωστάρη.
901 Και βιαστικά σηκώνομαι, το ζάλο μου σπουδάζει
902 να δω ποιος είναι που πονεί και βαριαναστενάζει
903 και μπαίνω μέσα στα δεντρά που 'ταν κοντά στη βρύση,
904 ογιά να δω και για να βρω το νέο αυτό όπου μύσσει.

905 Βρίσκω ένα νιον ωραιόπλουμο που 'λαμπε σαν τον ήλιο
906 κι εκείτουντο ολομάτωτος μπροστάς εις ένα σπήλιο.
907 Σγουρά ξανθά 'χε τα μαλλιά και τα σοθέματά του
908 παρ' όλο οπού 'τα σαν νεκρός, εδείχνη γι' ομορφιά του.
909 Και δυο θεριά στο πλάι του ήτανε σκοτωμένα
910 και το σπαθί και τ' άρματα περίσσα ματωμένα.

911 Σιμώνω χαιρετώ τονε, λέω τ': "Αδέλφι γεια σου.
912 Ίντα 'χεις κι απονέκρωσες, πούντ' η λαβωματιά σου;"
913 Τα μάτια του 'χε σφαλιχτά, τότε τ' αναντρανίζει
914 κι εθώρειε δίχως να μιλεί και στο λαιμό τ' αγγίζει.
917 Πιάνω και ξαρματώνω τον και μια πληγή τού βρίσκω
918 λαμάκιν από κάτωθιο από τον ουρανίσκο.

923 Κι αγάλια αγάλια 'χάνετο σαν το κερί όντε σβήνει,
924 έκλαψα κι ελυπήθηκα πολύ την ώρα εκείνη.

927 Επαρακάλιε κι έλεγε να στέκω μη μισέψω,
928 εθάρρειε πως τέτοια πληγή μπορούσα να γιατρέψω.
925 Σαν αδελφό μου γκαρδιακό τον έκλαιγα κι επόνου,
926 μα πόνοι, δάκρυα, κλάματα άνθρωπο δε γλυτώνου.

947 Βγάνει το δαχτυλίδι του απ' τ' αργυρό δαχτύλι
949 φιλεί το μ' αναστεναγμό κι απόκια μου το δίνει
951 Τότε μια σιγανή φωνή μόνο τ' αυτιά μου ακούσαν
952 και είπανε τα χείλη του: "Σε 'χασα Αρετούσα".

955 Ετούτα είπε μοναχά και τέλειωσ' η ζωή του
956 και με πρικύ αναστεναγμό εβγήκε η ψυχή του.

Πληροφορίες

Η αρίθμηση δείχνει ποιοι στίχοι μελοποιήθηκαν και είναι με βάση τον «Ερωτόκριτο» του 1996, από τις εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ. Εκεί το ποίημα είναι χωρισμένο σε 5 μέρη και κάθε μέρος είναι αριθμημένο με αυτοτελή αρίθμηση. (Το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι από το 5ο μέρος.)

Η ορθογραφία είναι κι αυτή από την ίδια έκδοση του «Ερωτόκριτου», αλλά στις εκφραστικές διαφορές ακολουθώ την απόδοση των καλλιτεχνών, παρά το έντυπο. Ωστόσο να σημειώσω το λάθος του Ξυλούρη, που στον στίχο 918 λέει "λαμάκιν από κάτωθιο". Σύμφωνα με το βιβλίο (και φαίνεται πιο σωστό) είναι "δαμάκιν από κάτωθιο" (=λίγο πιο κάτω).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου